- επιλούριον
- ἐπιλούριον, τὸ (Μ)μακρύς επενδύτης χωρίς κουμπιά, πάνω από τον θώρακα.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για παράλληλο ή παρεφθαρμένο τ. τού επιλούρικον < επί + λούρικον (< λωρίκιον «θώρακας» < λατ. lorica. Η εναλλαγή ω / ου συνηθισμένη στη μσν. Ελληνική. Πρβλ. πωγώνιον > πουγούνιν > πιγούνι). Η ακριβής σημασία είναι «το ένδυμα που φοριέται πάνω από τον θώρακα»].
Dictionary of Greek. 2013.